σαπούνισμα

σαπούνισμα
το намыливание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σαπούνισμα" в других словарях:

  • σαπούνισμα — το, Ν [σαπουνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπουνίζω, ο καθαρισμός, το πλύσιμο με σαπούνι …   Dictionary of Greek

  • σαπούνισμα — το, ατος πλύσιμο με σαπούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσάπουνο — το κ. σαπουνάδες, οι τα νερά που μένουν μετά το σαπούνισμα …   Dictionary of Greek

  • λαμπρύνω — λάμπρυνα, λαμπρύνθηκα 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό: Με το σαπούνισμα λάμπρυνε το πρόσωπό του. 2. δοξάζω, δίνω αίγλη, ομορφαίνω κάτι: Λάμπρυνε με την παρουσία του την τελετή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»